- τρίπορνος
- ἡ, Απόρνη από σόϊ, με οικογενειακή παράδοση στην πορνεία, από μάνα και από γιαγιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + -πόρνος (< πόρνη)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρίπορνον — τρίπορνος a whore in the third degree masc/fem acc sg τρίπορνος a whore in the third degree neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)